[Σε μία εποχή υπερκαταναλωτισμού και εμπορευματοποίησης των πάντων ζητήσαμε από τον πολυγραφότατο π. Γεώργιο Φραγκιαδάκη να μας γράψει "Περί Ακτημοσύνης". Απολαύστε το κείμενο ανεξαρτήτως από το αν είστε θρησκευόμενοι ή όχι. ΦτΦ]
«Νεκτάριος καί χρήματα εἶναι δύο πράγματα ἀσυμβίβαστα», έλεγαν όσοι τον γνώρισαν
-----------
π. Γεώργιος Φραγκιαδάκης
Περί Ακτημοσύνης
Ακτημοσύνη σημαίνει ανυπαρξία υλικών
αγαθών, κυρίως ακινήτων (κτήματα) αλλά και κινητών αξιών, όπως είναι τα
νομίσματα ή άλλα είδη σχετικής αξίας. Η μελέτη της ιστορίας πείθει πως οι
συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις γίνονταν ανέκαθεν για τα υλικά αγαθά. Τούτο
συμβαίνει και σήμερα ακόμη σε νομαδικές φυλές της Αφρικής, όταν συμβεί να
κατευθύνονται στην ίδια εύφορη κοιλάδα.
Η αρχαία σκέψη θεώρησε ανέκαθεν ασυμβίβαστη
την επιδίωξη αγαθών με τη φύση του ανθρώπου, ο οποίος είναι θνητός και εφήμερος «Γυμνοί ήλθομεν οι
πάντες, γυμνοί και απελευσόμεθα», διδάσκει ο Αίσωπος (620-560 π. Χ.) και ο
Πίνδαρος (522-438) συμπληρώνει πως «σκιάς όναρ άνθρωπος», σηματοδοτώντας καίρια
τη φιλοσοφική ενασχόληση με το θέμα. Φιλόσοφος και φιλάργυρος δε συμβιβάζονται.
Ο Σωκράτης (469-399 π. Χ.) θυσιάζεται εκούσια για αξίες που πιστεύει, ο Πλάτων
(427-347 π. Χ.) προβάλλει τις ιδέες και ο Αριστοτέλης (384-322 π. Χ.) τη γνώση. «Πάντες άνθρωποι φύσει
ορέγονται του ειδέναι», είναι η παρακαταθήκη του.
Άλλωστε το βραχύ της ζωής δεν επιτρέπει «βαρύδια», όπως είναι τα υλικά αγαθά. Ο
καθένας φεύγει από τη ζωή σαν να ήρθε τώρα μόλις. «Πάς ώσπερ άρτι γεγονώς
εκ του ζην απέρχεται», διαπιστώνει ο Επίκουρος (341-270 π. Χ.). Έτσι, ελεύθερος και ανεξάρτητος ο άνθρωπος
μπορεί να θεωρηθεί πλήρης. «Ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος
αν άνθρωπος ή», είναι το διαχρονικό
αίτημα του Μενάνδρου (342-292 π. Χ.). Ο Νεοπλατωνικός Πλωτίνος (203-270 μ. Χ.)
συλλειτουργεί με τη σκέψη του Πλάτωνα, στρέφει το νου σε ανώτερα αγαθά και
αποκλείει δεσμεύσεις με εφήμερα και πρόσκαιρα. Η ευδαιμονία επιτυγχάνεται, όταν
απελευθερωθούμε από την ανάγκη και η ευδαιμονία δεν εξασφαλίζεται με τα υλικά
αγαθά (Εννεάς Πρώτη).
Στην Καινή Διαθήκη η
ακτημοσύνη λαμβάνει σωτηριολογική σημασία. Ο Κύριος γεννάται σε φάτνη και
συναναστρέφεται τους φτωχούς και ταπεινούς της εποχής Του. Ο Ίδιος δεν έχει
απολύτως τίποτε. Χαρακτηριστικός ο λόγος Του: «Αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά
του Ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του Ανθρώπου ουκ έχει πού την κεφαλήν
κλίνη» (Μτθ. 8, 20). Με αυτό το
δεδομένο δικαιούται να συμβουλεύει: «Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης,
όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι.
Θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και
όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι» (Μτθ. 6, 19). Και τούτο, διότι «Όπου γαρ εστίν ο
θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται» (Ματθ. 6,21). Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του
πλούσιου νέου (Μτθ. 19, 16-28), ο
οποίος πλησιάζει τον Κύριο και δηλώνει ότι είναι τηρητής όλων των εντολών. «Ένα πράγμα σου λείπει», του απαντά και
συμβουλεύει: «Πούλησε ό, τι έχεις και
μοίρασέ τα στους φτωχούς». Ο νέος αρνείται και ο Κύριος δηλώνει πως «δύσκολα θα εισέλθουν τη
Βασιλεία οι πλούσιοι», μάλιστα «είναι πιο εύκολο να
περάσει από (λεπτή) τη βελόνα χοντρό σκοινί, παρά να εισέλθει πλούσιος στη
Βασιλεία». Για το λόγο αυτό οι οπαδοί Του οφείλουν να
επιλέξουν. Τα υλικά αγαθά συνδέονται με τον μαμωνά, προσωποποίηση της ύλης.
Πνεύμα και ύλη βρίσκονται σε αντιπαλότητα και ο Κύριος ελευθερώνει τον άνθρωπο
από τα δεσμά του. Τέτοια δέσμευση είναι η προσκόλληση στην ύλη.
Ο Απόστολος Παύλος θεωρεί
τη φιλαργυρία ως ειδωλολατρία (Εφ. 5, 5). Η ύλη φέρνει επιθυμία, η οποία
δύσκολα ελέγχεται και κάποτε φτάνει στην πλεονεξία και στην καταπάτηση των
δικαιωμάτων του συνανθρώπου. Η κοινωνία διασπάται, η αδελφοσύνη απελαύνεται και
ο κόσμος γίνεται ζούγκλα, όπου ισχύει προφανώς το «Homo homini lupus est» (Plautus, 184 π.Χ.).
Στην Αρχαία Εκκλησία δε
νοείται ιδιοκτησία επικρατεί η κοινοκτημοσύνη. Κανείς δεν ισχυριζόταν ότι είχε
κάτι δικό του, αλλά ήταν όλα κοινά (Πρξ. 4, 32). Το Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας συνδέθηκε με τα κοινά δείπνα, τις «Αγάπες». Αυτές εμφανίστηκαν τον
1ο αιώνα, όταν οι πιστοί
κρύβονταν στις Κατακόμβες. Ήσαν καθημερινές συνεστιάσεις πιστών, απλές, λιτές,
αδελφικές συναντήσεις των πρώτων χριστιανών. Αποτελούσαν καθημερινά φιλάνθρωπα
και φιλόπτωχα συσσίτια, με τη χορηγία ευπορότερων χριστιανών. Με αυτές γινόταν
σύσφιξη των σχέσεων και βαθύτερη αδελφοποίηση των πιστών, παρηγοριά των χηρών
και ορφανών, και μια ευλογημένη ισότητα, χωρίς γογγυσμούς∙ ήταν δηλαδή όλοι
τους σαν μια ωραία οικογένεια. Δυστυχώς το φαινόμενο των αγαπών υπέστη σταδιακή
εξαφάνιση, κάτι που σημαίνει απομάκρυνση από τα θεία διδάγματα.
Ο ιερός Χρυσόστομος,
ωστόσο, επανέρχεται στο θέμα: «Γιατί λοιπόν μέχρι τώρα
δεν έχουν πιστέψει όλοι;... Τα πράγματα χειροτέρεψαν και φταίμε εμείς γι’
αυτό... Αν γινόταν και τώρα αυτό (δηλ. η κοινοκτημοσύνη και η ενότητα των
πρώτων χριστιανών), ολόκληρη η Οικουμένη θα είχε πιστέψει» (Ομιλία ΣΤ΄). Στην ίδια γραμμή κινείται
και ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος διαμοίρασε τα αγαθά που κληρονόμησε στους πτωχούς.
Και το σύνολο των ιερών Πατέρων έπραξε ανάλογα, ενώ δεν έχουμε παράδειγμα αγίου
ανθρώπου, άνδρα ή γυναίκας, που να είχε μαζί του υλικά αγαθά. Όλοι τους τα
μοίρασαν και ακολούθησαν εκούσια στέρηση.
Δε χάθηκε βέβαια η πρωτοχριστιανική αυτή
παράδοση. Επιβιώνει στα Μοναχικά Κοινόβια, όπου ισχύει το τρίπτυχο: παρθενία,
υπακοή, ακτημοσύνη. Ο Μοναχός δεν επιτρέπεται να έχει κάτι δικό του∙ έχει
δώσει άλλωστε σχετικό όρκο και η παράβασή του δείχνει αλλοτρίωση και εκτροπή.
Για το λόγο αυτό τα μόνα Μοναστήρια που έχουν αξία είναι τα Κοινόβια, ενώ τα
Ιδιόρρυθμα, που ταλαιπώρησαν την Εκκλησία στο παρελθόν, είναι απαξιωμένα και
βαθμιαία εκλείπουν.
Το Γεροντικό, ένα
σημαντικό βιβλίο της μοναχικής εμπειρίας, αναφέρεται συχνά στα διλήμματα των
ανθρώπων, ανάμεσα στην καθημερινή ανάγκη και στην αιώνια προοπτική. Το πρόβλημα
δεν είναι ο πλούτος αλλά η επιθυμία του∙ δεν είναι η ύλη αλλά η χρήση της. Τα
υλικά αγαθά είναι δούλοι μας και δεν επιτρέπεται να τα αναγορεύουμε μόνοι μας
σε αφεντικά μας. Αν ο μοναχός έχει χρήματα ή πολύτιμα ακριβά πράγματα, τότε και
χωρίς να το θέλει, σύμφωνα με ένα απαράβατο νόμο και μια ανυπέρθετη
αναγκαιότητα, η ελπίδα του θα μετατοπισθεί, από τον Θεό στα αγαθά του. Το ίδιο
ισχύει και για τον κάθε πιστό, όταν ακουμπά την ελπίδα του στα αγαθά του και
εξαρτά από εκείνα τη δύναμή του. Ιδίως όταν σε αυτά συγκεντρώνεται η αγάπη του,
η καρδιά, ο νους, ολόκληρο το είναι του. Στην περίπτωση αυτή η καρδιά φιλόϋλη,
σκληρή και ξένη σε κάθε πνευματική αίσθηση.
Αφετηρία της όποιας
θεώρησης είναι η «μνήμη θανάτου», προς την οποία οφείλει να στρέφει το νου του
ο Μοναχός και ο κάθε πιστός. Εκείνος που έχει το νου του στο τέλος, δεν μπορεί
παρά να αναλογίζεται τη ματαιότητα του κόσμου και ασφαλώς δεν μπορεί να συγκεντρώνει
υλικά αγαθά. Η ένσταση ότι φροντίζει τα παιδιά του δεν έχει βάση, γιατί το καλό
παιδί θα δημιουργήσει, ενώ το κακό θα σκορπίσει. Άρα, προέχει η καλή ανατροφή
των παιδιών, η θωράκισή τους με αξίες και ιδανικά, και τότε θα τα καμαρώνουν οι
γονείς ευτυχισμένα και αυτάρκη, έστω και με λιτή διαβίωση.
Υπόδειγμα λιτότητας και
ακτημοσύνης υπήρξε και ο μεγάλος άγιος του 20ού αιώνα, ο άγιος Νεκτάριος. Από
μικρό παιδί έζησε μέσα στη φτώχεια και σαν έφτασε στο βαθμό του Επισκόπου και
είχε τις ευκαιρίες του, δεν παρασύρθηκε από μάταιες επιθυμίες, δεν υποδουλώθηκε
στην ύλη. «Νεκτάριος καί χρήματα
εἶναι δύο πράγματα ἀσυμβίβαστα», έλεγαν όσοι τον γνώρισαν. Αυτή η φήμη κυκλοφοροῦσε ευρύτατα στους
εκκλησιαστικούς κύκλους της Αλεξάνδρειας και μάλλον συνέβαλε στο διωγμό του.
Δεν μπορούσαν «οι τα φαιά φορούντες και
περί ηθικής λαλούντες» (Καβάφης) να ανεχθούν
ανάμεσά τους ένα Άγιο. Εκείνος συνέχισε να ζει με τη στέρηση, ώσπου έφτασε για
νοσηλεία, το Σεπτέμβριο του 1920, στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Ο αρμόδιος υπάλληλος
δεν πίστευε ότι ο Επίσκοπος ήταν άπορος. «Πρώτη φορά βλέπω Δεσπότη (μονολόγησε)
χωρίς ἐγκόλπιο, χωρίς σταυρό, καί τό σπουδαιότερο, χωρίς χρήματα», αναφώνησε κατάπληκτος και
τον έβαλε σε θάλαμο της 3ης θέσης, όπου υπήρχαν και άλλες κλίνες για απόρους.
Εκεί άφησε την τελευταία του πνοή στις 10, 30 το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου του
1920.
Ο Ψαλμωδός ελεεινολογεί
την κατάσταση του ανθρώπου, που γοητεύθηκε από την απάτη του επίγειου πλούτου
και πηγαίνει στην αιωνιότητα με την ολέθρια κατάσταση της πνευματικής φτώχειας: «Ιδού άνθρωπος, ος ουκ
έθετο τον Θεόν βοηθόν αυτού, αλλ’ ήλπισεν επί τω πλήθει του πλούτου αυτού και
ενεδυναμώθη εν τη ματαιότητι αυτού» (Ψ. 51, 9). Να, άνθρωπος, που δεν εμπιστεύθηκε τον εαυτόν
του στον Θεόν και στην βοήθειά του, αλλά στήριξε την ελπίδα του στα πολλά
πλούτη· και εθεώρησε δύναμή του και εξασφάλισή του πράγματα μάταια, πράγματα
απατηλά, πράγματα που τα εφαντάζετο δικά του!
Εξαιρετικό άρθρο, συγχαρητήρια !!!
ΑπάντησηΔιαγραφή