Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Μετά την COP21 στο Παρίσι: Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται να αναθεωρήσει τους στόχους κλιματικής πολιτικής | After COP 21: The EU Needs To Revise Its Climate Policy Targets


Μετά την COP21 στο Παρίσι: Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται να αναθεωρήσει  τους στόχους κλιματικής πολιτικής


Béla Galgóczi*

Το 2015,η κλιματική σύνοδος COP21 στο Παρίσι, παρουσιάστηκε ως μια τελευταία ευκαιρία για να επιτευχθεί μια παγκόσμια συμφωνία για την κλιματική αλλαγή που προκαλείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Το γεγονός ότι 187 χώρες ανέλαβαν δεσμεύσεις με στόχο τον περιορισμό της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας μέχρι το τέλος του αιώνα κάτω από τους  2°C (και ενδεχομένως 1.5°C ) μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ως επιτυχία! Ωστόσο, οι στόχοι δεν θα επιτευχθούν χωρίς πολύ σημαντικές αλλαγές πολιτικής. Οι «εθνικά καθορισμένες Συνεισφορές» (NDCs) - οι κλιματικές δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι εθνικές κυβερνήσεις - δεν οδηγούν σε μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα αρκετή για την επίτευξη του στόχου των 2°C, ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα επιτευχθούν πλήρως.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει δεσμευθεί για την μείωση των αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% κάτω από το επίπεδο του 1990 το 2030. Οι ΗΠΑ έχουν υπογράψει για τη μείωση κατά 28% των εκπομπών μέχρι το 2025 με βάση το 2005, ενώ οι εκπομπές της Κίνας θα κορυφωθούν πριν το 2030 (πιθανώς από το 2025). Αυτές οι τρεις δεσμεύσεις αντιστοιχούν στο 43.7 % των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το 2010 και για περίπου το 38% έως το 2030.

Για τον στόχο των 2°C αυτές οι υποσχέσεις είναι ανεπαρκείς με βάση υπολογισμούς της UNEP  (2015). Οι συνολικές εκπομπές 2010-2030 προβλέπεται να αυξηθούν από 48.6 Gt (γιγατόνους) το 2015 σε 57.8Gt το 2030, ενώ για την πορεία προς τον στόχο των 2°C απαιτείται μείωση στους 42Gt. Συνεπώς, μέχρι το 2030 το «χάσμα» των εκπομπών μεταξύ του μονοπατιού για το στόχο των 2°C και την επίτευξη των εθνικών στόχων του Παρισιού είναι ιδιαίτερα υψηλό.

Ενώ η «επιτυχία» του Παρισιού σημαίνει ότι μέχρι το 2030 οι εθνικές δεσμεύσεις είναι πιθανό να οδηγήσουν σε ετήσιο επίπεδο παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από 57,8 Gt (αντί για το πιθανό 60 Gt με βάση τις τρέχουσες πολιτικές), το «χάσμα εκπομπών» για τον στόχο των  2°C εξακολουθεί να είναι 15.8Gt! Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των εμπειρογνωμόνων από τον ανεξάρτητο οργανισμό ανίχνευσης κλιματικής δράσης (Climate Action Tracker 2015), αν εφαρμοστούν πλήρως όλες οι δεσμεύσεις της COP21, η παγκόσμια μέση θερμοκρασία θα συνεχίσει να αυξάνεται πολύ γρήγορα μέχρι το τέλος του αιώνα (στο εύρος των 2.7 έως 3°C ). Η μεγάλη σημασίας της Συμφωνίας του Παρισιού είναι ότι το τεράστιο «χάσμα» στις εκπομπές προς τον στόχο των 2°C έγινε διακριτό.

Με βάση την συνολική δέσμευση για αύξηση της θερμοκρασίας μέχρι 2°C, πρέπει να επιτευχθεί παγκόσμια ουδετερότητα άνθρακα (δηλαδή μηδενικές καθαρές εκπομπές άνθρακα) μεταξύ 2055 και 2070. Η ουδετερότητα του άνθρακα αναφέρεται στην επίτευξη μηδενικών καθαρών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα εξισορροπώντας την ποσότητα του άνθρακα που απελευθερώνεται με ισοδύναμη ποσότητα που αφαιρείται από την ατμόσφαιρα.

Δεδομένου ότι οι βιομηχανικές χώρες αναμένεται να μειώσουν τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου γρηγορότερα από τις αναπτυσσόμενες χώρες, συγκεκριμένα για την ΕΕ αυτό σημαίνει μηδενικές εκπομπές από το 2050. Με βάση τις τρέχουσες πολιτικές και στόχους της ΕΕ για το κλίμα, ο στόχος αυτός δεν θα επιτευχθεί. Συνεπώς, η ΕΕ πρέπει να επανεκτιμήσει τους στόχους κλιματικής και ενεργειακής πολιτικής για το 2020 και το 2030 και να επαναπροσδιορίσει ένα μονοπάτι προς μηδενικές καθαρές εκπομπές άνθρακα μέχρι τα μέσα του αιώνα.

Η ΕΕ έχει ήδη υποσχεθεί να αυξήσει το στόχο μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου το 2020 στο 30% αν υπάρχει παγκόσμια δράση για την κλιματική αλλαγή, η οποία έχει πλέον εκπληρωθεί και συνεπώς θα πρέπει να ακολουθήσει η αντίστοιχη δράση. Οι στόχοι της μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% έως το 2030 θα μπορούσε να επαναπροσδιοριστεί σε συμφωνία με ένα μονοπάτι για να φτάσει σε μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και την έξοδο από τα ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2050.

Μεμονωμένα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει εθνικούς στόχους μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου με βάση τις ικανότητές τους, αλλά η απόδοσή τους σε σχέση με τους εθνικούς στόχους είναι άνιση.Η Κύπρος, η Μάλτα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία έχουν τη χειρότερη απόδοση, ενώ τα νέα κράτη μέλη (με εξαίρεση την Πολωνία) έχουν από τις καλύτερες κλιματικές επιδόσεις. Για την επίτευξη των συνολικών περιβαλλοντικών στόχων, ο στόχος της ΕΕ για ποσοστό 27% των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μέχρι το 2030 θα πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα πάνω. Σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν μια σειρά από χαμηλές επιδόσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, ιδίως στη Μάλτα, το Λουξεμβούργο, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία και η απουσία εθνικών δεσμευτικών στόχων σημαίνει ότι η ΕΕ δεν διαθέτει κατάλληλο εργαλείο για την αξιόπιστη εφαρμογή του στόχου διείσδυσης των ΑΠΕ. Η πρόοδος στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας είναι ακόμα πιο αργή. Μια ολοκληρωμένη επισκόπηση των στόχων της πολιτικής για το κλίμα και την ενέργεια της ΕΕ είναι επομένως απαραίτητη.

Ένας άλλος τομέας που επιδέχεται βελτίωση είναι το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ,το οποίο ιδρύθηκε το 2005 και επέτρεψε στις επιχειρήσεις να αγοράσουν με κόστος το δικαίωμα να εκπέμπουν διοξείδιο του άνθρακα. Η ελπίδα ήταν ότι αυτό θα αποδειχθεί ένα ευέλικτο μέσο για τη συνολική μείωση των εκπομπών. Γενναιόδωρες πρακτικές κατανομής δικαιωμάτων και η οικονομική κρίση της ΕΕ οδήγησαν σε υπερ-αφθονία των αδειών εκπομπής και η τιμή τους έπεσε σημαντικά και το αντικίνητρο για την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου μειώθηκε. Για να αντισταθμιστούν αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις, δικαιώματα CO2 πρέπει να αποσυρθούν από την αγορά. Ωστόσο,μια ακόμη πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το σκοπό αυτό που υποστηρίζεται και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει μπλοκαριστεί από ένα συνασπισμό κάποιων κρατών μελών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Είναι καιρός τώρα να διασφαλιστεί ότι οι πλεονασματικές άδειες εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα πριν το 2020 δεν θα μεταφερθούν στην περίοδο μετά το 2020 του συστήματος εμπορίας εκπομπών.

Οι επενδύσεις σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα μπορούσε να ενισχυθεί με τη βοήθεια μιας διευρυμένης εκδοχής του επενδυτικού σχεδίου της ΕΕ. Μετά την ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI), από τα μέσα του 2015 τα κράτη μέλη έχουν προτείνει επενδυτικά σχέδια, συνολικής αξίας 1,409 δις € (Bergamaschietal 2015). Η κατανομή των προτάσεων για έργα ανά τομέα δείχνει ότι λιγότερα από τους μισά (€ 624bn) μπορούν να χαρακτηριστούν ως χαμηλού άνθρακα, ενώ το μερίδιο των ΑΠΕ αποτελεί μόλις το 10% του συνόλου και τα έργα ενεργειακής εξοικονόμησης μόλις το 5%. Για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τα υφιστάμενα κριτήρια δανειοδότησης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων χρησιμοποιούν ένα Πρότυπο Απόδοσης Εκπομπών στα 550gCO2/kWh (που αποκλείει τα εργοστάσια άνθρακα και λιγνίτη, αλλά όχι το φυσικό αέριο) και στοχεύουν στη μείωση των αερίων θερμοκηπίου 70% μέχρι το 2050. Ακόμη και οι τρέχουσες δεσμεύσεις της ΕΕ (για επίτευξη μείωσης εκπομπών κατά 80-95% το 2050) θα απαιτούσε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων να εφαρμόσει αυστηρότερα κριτήρια, τουλάχιστον 350g CO2/kWh. Αλλά, σύμφωνα με τον γενικό στόχο της Συνδιάσκεψης του Παρισιού, αυτό θα πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω, ώστε να επιτευχθούν μηδενικές εκπομπές άνθρακα μέχρι το 2050.

Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί ότι ένας σημαντικά υψηλότερος φόρος στο διοξείδιο του άνθρακα θα παρέχει κίνητρα για την επιτάχυνση της μετάβασης προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών άνθρακα. Σε ιστορικά χαμηλές τιμές υδρογονανθράκων, θα πρέπει να επιβληθεί μια εισφορά ή φόρος επί των καυσίμων με τα έσοδα να διοχετεύονται σε κίνητρα για καθαρή ενέργεια. Με αυτόν τον τρόπο, η Ευρώπη θα επιτύχει μια μείωση κατά 40% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μεταξύ 1990 και 2030 και μεταξύ 2030-2050 θα πρέπει να επιτευχθούν μηδενικές εκπομπές. Αυτό απαιτεί μια πολύ μεγαλύτερη ένταση στη μείωση αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση με το παρελθόν και τις τρέχουσες πολιτικές.

Ταχύτερη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και μετάβαση στην «πράσινη οικονομία» σημαίνει επίσης ότι οι θέσεις εργασίας και οι ανάγκες για δεξιότητες θα αλλάξουν με πιο γρήγορο ρυθμό από τον σημερινό. Η Ευρώπη χρειάζεται επειγόντως να προχωρήσει πέρα ​​από τους στόχους που καθορίστηκαν στο πλαίσιο της στρατηγικής για το 2020, ενώ το πακέτο κλιματικών πολιτικών για το 2030 πρέπει να γίνει αυστηρότερο. Το σύνολο του ευρωπαϊκού πλαισίου πολιτικής για τη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα πρέπει να ενισχυθεί και πρέπει επίσης να περιλαμβάνει τις κατάλληλες πολιτικές για την εκπαίδευση, την ανάπτυξη δεξιοτήτων και την αγορά εργασίας ώστε να διευκολυνθεί η μετάβαση. Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να υπάρξει ένας μηχανισμός στήριξης στο επίπεδο της ΕΕ για την παροχή βοήθειας στους εργαζομένους των κλάδων όπου αναμένεται ραγδαία πτώση της απασχόλησης (π.χ. κλάδοι που σχετίζονται με παραγωγή άνθρακα και λιγνίτη) καθώς οι εργαζόμενοι στις ενεργοβόρες βιομηχανίες δεν μπορούν να μείνουν χωρίς υποστήριξη.

* Ο αρθρογράφος Béla Galgóczi είναι ερευνητής στο European Trade Union Institute (ETUI) στις Βρυξέλλες. Αναρτήθηκε στο Social Europe  18 Φεβρουαρίου 2016.

Μετάφραση για τους ΦτΦ: Παναγιώτης Β. Φράγκος, Δρ. Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και Μηχανικός ΗΥ Ε.Μ.Π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου